null

… Εκεί που είχε συννεφιάσει ο Αλέξανδρος, καθισμένος στο ξύλινο σκαμπό στο φωταγωγό, το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση θριάμβου, και με σχεδόν παιδική κίνηση σηκώθηκε και άρχισε να νετάρει κάτι σχοινια που ήταν κρεμασμένα, ανεβοκατέβασε τις τροχαλίες ενός βαρούλκου στο ταβάνι. Έσκυψε από τα κάγκελα και κοιτούσε για λίγη ώρα. Σε μια στιγμή γέλασε λίγο δυνατά και έκοψε αμέσως το γέλιο του για να μη ξυπνήσει τη γειτονιά. Ξανακάθισε στο σκαμπό και συνέχισε  να γελάει πνιχτά μέχρι δακρύων.  Όταν γύρισε στο κρεβάτι είδε ότι η Μπέμπα καθόταν ανασηκωμένη, κοιτουσε τον τοίχο απέναντι και μυξόκλαιγε. Ο Αρνής είχε το βιβλίο ανοιχτό μπροστά του στην ίδια σελίδα όλο το βράδυ. Και μόνο κάπου στις έξη τα χαράματα έκλεισε λίγο τα μάτια του.

Eίχε πάντοτε τον ύπνο του λαγού, αλλά ποτέ αϋπνίες. Ήταν η πρωτη φορά μετά από δεκαετίες που δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα. Με τον πρώτο θόρυβο τα μάτια του άνοιξαν σαν του Δράκουλα. Αλλά έμεινε ακίνητος. Δίπλα του η Μπέμπα ροχάλιζε. Το ρολόι με το περιστρεφόμενο εκρεμές πάνω στη σιφουνιέρα έδειχνε 6:25. Οι θόρυβοι ερχόταν από δύο μεριές. Το εξασκημένο αυτί του έπιασε και κάποιους πνιχτούς ψιθύρους. Μάσκες. Δίπλα στο κομοδίνο είχε ένα κουμπί που έμοιαζε με διακόπτη ηλεκτρικού πίνακα. Το ακούμπησε αλλά δίστασε. Άνοιξε το συρτάρι με προσοχή και πήρε από μέσα ένα καλολαδωμένο περίστροφο Smith and Weston 28. Σηκώθηκε αθόρυβα  και αργά σαν αίλουρος και γλύστρησε μέχρι το χώλ. Ακίνητος έμεινε εκεί λίγα δευτερόλεπτα. Με τον επόμενο θόρυβο ανέβασε αμέσως ένα διακόπτη όμοιο με αυτόν του κομοδίνου, στο πλάι της δρύινης παληάς ντουλάπας. Κάθισε με την πλάτη στον τοίχο δίπλα στην κλειδωμένη με λουκέτο πόρτα του φωταγωγού. Κάποιος ανέβαινε τη σιδερένια σκάλα. Δεν ήταν το αμέριμνο βήμα κάποιας νοικοκυράς. Ήταν κάποιος που ανέβαινε με προφύλαξη. Ο Αλέξανδρος χαμογέλασε. Η όψη του είχε την ηδονική έγνοια του κυνηγού, η στάση του σε μέγιστη προσοχή, οι κινήσεις του πρόδιδαν άρτια εκπαίδευση κομάντο. Κοίταξε από την κουρτινίτσα της πότρας του φωταγωγού χωρίς να την παραμερίσει. ένας σκοτεινός όγκος πρόβαλε αργά και έμεινε ακίνητος προφανώς στο κεφαλόσκαλο. Πέρασε σβέλτα κι αθόρυβα μπροστά από την πόρτα του φωταγωγού το σπίτι μέσα ήταν πιο σκοτεινό και έτσι είχε το πλεονέκτημα. Κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Άνοιξε το ματάκι. Άλλος ένας. Τότε ακούστηκε ένας σαματάς από τον φωταγωγό. Σχεδόν αμέσως ο Αλέξανδρος άνοιξε απότομα την εξώπορτα. Ο Κουκουλοφόρος που βρισκόταν έξω ένοιωσε ξαφνικά την κάνη του περίστροφου βαθειά μέσα στο αυτί του. Έδειξε τόσο ξαφνιασμένος, που σήκωσε αμέσως τα χέρια ψηλά. Το όπλο που κρατούσε του έπεσε από τα χέρια. Μη με σκοτώσεις. Ο Αλέξανδρος τον τράβηξε με δύναμη μέσα και του πέρασε αμέσως τις χειροπέδες που βρισκόταν κρεμασμένες στο πλάι του σκρίνιου δίπλα στην εξώπορτα. Είμαι αστυνομικός. Α ναι; Κι εγώ είμαι ο Γιούτσος. Ποιός είναι ο Γιούτσος; Σκάσε σκύλε Αλβανέ – Σκύψε. Σκύψε αλήτη. Τον έδεσε σαν γαρδούμπα χειροπόδαρα μπρούμυτα στο παρκέ. Από το φωταγωγό ακουγόταν η φασαρία που έκανε ο άλλος στην προσπάθειά του να απελευθερωθεί. Είμαι ο αστυφύλακας Κόνος Ιωάννης. Κώλος είσαι θρασύτατε όχι Κόνος που θα μου πείς ότι είσαι αστυνομικός. Σκασμός είπα. Και τον φίμωσε με το σκουφάκι του. Πήγε τότε μέσα και έφερε δεμένο πισθάγκωνα και τον άλλο που είχε πιαστεί στο δόκανο του φωταγωγού. Υπάρχει άλλος; Κύριε δεν καταλάβατε δεν είμαστε Αλβανοί. Θριαμβευτής ο Στρατηγός Αρνής τους κορόιδευε που προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι ήταν αστυνομικοί.  Φίμωσε και τον άλλο. Μπέμπα γρήγορα στο δωμάτιο. Δεν σου είπα ότι αν γίνει κάτι τέτοιο δεν θα ξεμυτίσεις από το κρεβάτι; Έβαλε και τα δύο τους όπλα μέσα σε μια σακούλα πιάνοντάς τα με ένα πλεκτό καρεδάκι που πήρε από το μπράτσο του καναπέ…

(Κωστής Μπασογιάννης, 2011)

__________________
* “Η χαμένη τιμή του στρατηγού Αρνή” ανήκει στη συλλογή “Τρεις Μπάτσοι”

null

…»Η κορυφαία στιγμή, είναι μία επώδυνη Ιθάκη. Μία άνωθεν επιβολή του Κόκκινου. Το ταξείδι έχει σημασία. Βλέπεις πόσο μικρά φαίνονται όλα, όταν τα βλέπεις να γίνονται; Mπορεί όλα να επιτελούνται για να καταλάβουμε όλοι κάτι στο τέλος. Να το καταλάβουμε επιτέλους, αυτό το Άγνωστο, αυτό που μας κινεί, μας κάνει να ζούμε και να πεθαίνουμε. Ίσως και να μην είναι για να το καταλάβουμε. ‘Iσως και να μην υπάρχει ρήμα κατάλληλο να εκφράσει αυτό που μας περιμένει την κορυφαία εκείνη στιγμή, που είναι για όλους, όλους ανεξαιρέτως

….»Να ξέρεις ότι, έχοντας περάσει ήδη από τα πρώτα νησάκια της οδύσσειας, κι ενώ ταξειδεύω στά Πράσινα απόκοσμα νερά μιας πολύ ζωντανής θάλασσας, ένα και μόνο πράγμα με τρέφει στη ζωή μου: Είδα τον θάνατο να πεθαίνει, και όσο και αν δεν το έχω καλά-καλά πιστέψει, αυτό μου δίνει χαρά μεγάλη, και πίστη κι ευγνωμοσύνη. Τα πράγματα δεν τελειώνουν εύκολα. Δεν είδαμε τίποτα ακόμη. Όποιος πέρασε από τους Λωτοφάγους, τους Κύκλωπες και τις Σειρήνες, έχει μπροστά του και Κίρκη, και Σκύλλα και Χάρυβδη, και Καλυψώ και όλα όσα κουβαλάει μέσα στη ψυχή του, για να τα παλέψει και να περάσει από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, για να ξεβραστεί κάποτε γυμνός σε μία παραλία, ταπεινός και άγνωστος. Αυτός που, χρησιμοποιώντας το πολυμήχανον, προσποιήθηκε κάποτε στον Πολύφημο ότι ήταν ο “Κανένας”, θα γίνει αληθινά κανένας στο τέλος, και θα του φύγει όλη η μαγκιά. Τότε η δοκιμασία θα πλησιάζει στο τέλος της, η αληθινή βασιλική ψυχή πού έχουμε όλοι μέσα μας βαθειά κρυμμένη, θα στολιστεί επιτέλους με την δόξα της απογύμνωσης. Κι αυτό που νομίσαμε για θάνατο, θα εμφανιστεί μπροστά μας σαν ζωή νέα, θα απολαύσουμε έναν καλό ύπνο μέσα στα μυρωδάτα σεντόνια της κόρης του Αλκίνοου, για να κινήσουμε, δυνατοί πια, να λυγίσουμε το δικό μας τόξο και να αφανίσουμε τους πονηρούς σφετεριστές της ψυχής μας.

…»Δεν γίνονται μέσα στο χρόνο όλα αυτά. Επιτελούνται σε μια χώρα μυθική, σαν εκείνη των ονείρων. Εκεί πολεμάμε με τον “άγριο Ποσειδώνα”, που δεν τον συναντούμε, γιατί τον έχουμε μέσα μας από εκείνη την πρώτη ναυτική εμπειρία της μήτρας. Βιαζόμαστε να πάρουμε τα “μπράβο”, για να μας υποδεχτούν μετά βαΐων και κλάδων και μετά να μας σταυρώσουν, επιτελώντας άψογα το ρόλο τους, όπως ίσως κάναμε και ‘μείς κάποτε με κάποιους άλλους, ως μη ειδότες τί ποιούμεν.

…»Μέχρι τότε, έχουμε πολλή δουλεια. Θα την κάνουμε καλά, όσο καλλίτερα μπορούμε ο καθένας κατά τη δύναμή του, μέχρι την λαμπρή μέρα που, καλεσμένοι όλοι στο ξόδι του θανάτου, θα πάθουμε πολλά και νόον γνώσωμεν.

…»Εν τω μεταξύ το Γαλανό θα κρατάει τις ισορροπίες, για να μην τρελαθούμε τελείως.

σε ασπάζομαι και σου στέλνω την πατρική μου ευχή, Ιακωβος»

(Κωστής Μπασογιάννης, 1993)