null

… Εκεί που είχε συννεφιάσει ο Αλέξανδρος, καθισμένος στο ξύλινο σκαμπό στο φωταγωγό, το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση θριάμβου, και με σχεδόν παιδική κίνηση σηκώθηκε και άρχισε να νετάρει κάτι σχοινια που ήταν κρεμασμένα, ανεβοκατέβασε τις τροχαλίες ενός βαρούλκου στο ταβάνι. Έσκυψε από τα κάγκελα και κοιτούσε για λίγη ώρα. Σε μια στιγμή γέλασε λίγο δυνατά και έκοψε αμέσως το γέλιο του για να μη ξυπνήσει τη γειτονιά. Ξανακάθισε στο σκαμπό και συνέχισε  να γελάει πνιχτά μέχρι δακρύων.  Όταν γύρισε στο κρεβάτι είδε ότι η Μπέμπα καθόταν ανασηκωμένη, κοιτουσε τον τοίχο απέναντι και μυξόκλαιγε. Ο Αρνής είχε το βιβλίο ανοιχτό μπροστά του στην ίδια σελίδα όλο το βράδυ. Και μόνο κάπου στις έξη τα χαράματα έκλεισε λίγο τα μάτια του.

Eίχε πάντοτε τον ύπνο του λαγού, αλλά ποτέ αϋπνίες. Ήταν η πρωτη φορά μετά από δεκαετίες που δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα. Με τον πρώτο θόρυβο τα μάτια του άνοιξαν σαν του Δράκουλα. Αλλά έμεινε ακίνητος. Δίπλα του η Μπέμπα ροχάλιζε. Το ρολόι με το περιστρεφόμενο εκρεμές πάνω στη σιφουνιέρα έδειχνε 6:25. Οι θόρυβοι ερχόταν από δύο μεριές. Το εξασκημένο αυτί του έπιασε και κάποιους πνιχτούς ψιθύρους. Μάσκες. Δίπλα στο κομοδίνο είχε ένα κουμπί που έμοιαζε με διακόπτη ηλεκτρικού πίνακα. Το ακούμπησε αλλά δίστασε. Άνοιξε το συρτάρι με προσοχή και πήρε από μέσα ένα καλολαδωμένο περίστροφο Smith and Weston 28. Σηκώθηκε αθόρυβα  και αργά σαν αίλουρος και γλύστρησε μέχρι το χώλ. Ακίνητος έμεινε εκεί λίγα δευτερόλεπτα. Με τον επόμενο θόρυβο ανέβασε αμέσως ένα διακόπτη όμοιο με αυτόν του κομοδίνου, στο πλάι της δρύινης παληάς ντουλάπας. Κάθισε με την πλάτη στον τοίχο δίπλα στην κλειδωμένη με λουκέτο πόρτα του φωταγωγού. Κάποιος ανέβαινε τη σιδερένια σκάλα. Δεν ήταν το αμέριμνο βήμα κάποιας νοικοκυράς. Ήταν κάποιος που ανέβαινε με προφύλαξη. Ο Αλέξανδρος χαμογέλασε. Η όψη του είχε την ηδονική έγνοια του κυνηγού, η στάση του σε μέγιστη προσοχή, οι κινήσεις του πρόδιδαν άρτια εκπαίδευση κομάντο. Κοίταξε από την κουρτινίτσα της πότρας του φωταγωγού χωρίς να την παραμερίσει. ένας σκοτεινός όγκος πρόβαλε αργά και έμεινε ακίνητος προφανώς στο κεφαλόσκαλο. Πέρασε σβέλτα κι αθόρυβα μπροστά από την πόρτα του φωταγωγού το σπίτι μέσα ήταν πιο σκοτεινό και έτσι είχε το πλεονέκτημα. Κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Άνοιξε το ματάκι. Άλλος ένας. Τότε ακούστηκε ένας σαματάς από τον φωταγωγό. Σχεδόν αμέσως ο Αλέξανδρος άνοιξε απότομα την εξώπορτα. Ο Κουκουλοφόρος που βρισκόταν έξω ένοιωσε ξαφνικά την κάνη του περίστροφου βαθειά μέσα στο αυτί του. Έδειξε τόσο ξαφνιασμένος, που σήκωσε αμέσως τα χέρια ψηλά. Το όπλο που κρατούσε του έπεσε από τα χέρια. Μη με σκοτώσεις. Ο Αλέξανδρος τον τράβηξε με δύναμη μέσα και του πέρασε αμέσως τις χειροπέδες που βρισκόταν κρεμασμένες στο πλάι του σκρίνιου δίπλα στην εξώπορτα. Είμαι αστυνομικός. Α ναι; Κι εγώ είμαι ο Γιούτσος. Ποιός είναι ο Γιούτσος; Σκάσε σκύλε Αλβανέ – Σκύψε. Σκύψε αλήτη. Τον έδεσε σαν γαρδούμπα χειροπόδαρα μπρούμυτα στο παρκέ. Από το φωταγωγό ακουγόταν η φασαρία που έκανε ο άλλος στην προσπάθειά του να απελευθερωθεί. Είμαι ο αστυφύλακας Κόνος Ιωάννης. Κώλος είσαι θρασύτατε όχι Κόνος που θα μου πείς ότι είσαι αστυνομικός. Σκασμός είπα. Και τον φίμωσε με το σκουφάκι του. Πήγε τότε μέσα και έφερε δεμένο πισθάγκωνα και τον άλλο που είχε πιαστεί στο δόκανο του φωταγωγού. Υπάρχει άλλος; Κύριε δεν καταλάβατε δεν είμαστε Αλβανοί. Θριαμβευτής ο Στρατηγός Αρνής τους κορόιδευε που προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι ήταν αστυνομικοί.  Φίμωσε και τον άλλο. Μπέμπα γρήγορα στο δωμάτιο. Δεν σου είπα ότι αν γίνει κάτι τέτοιο δεν θα ξεμυτίσεις από το κρεβάτι; Έβαλε και τα δύο τους όπλα μέσα σε μια σακούλα πιάνοντάς τα με ένα πλεκτό καρεδάκι που πήρε από το μπράτσο του καναπέ…

(Κωστής Μπασογιάννης, 2011)

__________________
* “Η χαμένη τιμή του στρατηγού Αρνή” ανήκει στη συλλογή “Τρεις Μπάτσοι”

null

…»Η κορυφαία στιγμή, είναι μία επώδυνη Ιθάκη. Μία άνωθεν επιβολή του Κόκκινου. Το ταξείδι έχει σημασία. Βλέπεις πόσο μικρά φαίνονται όλα, όταν τα βλέπεις να γίνονται; Mπορεί όλα να επιτελούνται για να καταλάβουμε όλοι κάτι στο τέλος. Να το καταλάβουμε επιτέλους, αυτό το Άγνωστο, αυτό που μας κινεί, μας κάνει να ζούμε και να πεθαίνουμε. Ίσως και να μην είναι για να το καταλάβουμε. ‘Iσως και να μην υπάρχει ρήμα κατάλληλο να εκφράσει αυτό που μας περιμένει την κορυφαία εκείνη στιγμή, που είναι για όλους, όλους ανεξαιρέτως

….»Να ξέρεις ότι, έχοντας περάσει ήδη από τα πρώτα νησάκια της οδύσσειας, κι ενώ ταξειδεύω στά Πράσινα απόκοσμα νερά μιας πολύ ζωντανής θάλασσας, ένα και μόνο πράγμα με τρέφει στη ζωή μου: Είδα τον θάνατο να πεθαίνει, και όσο και αν δεν το έχω καλά-καλά πιστέψει, αυτό μου δίνει χαρά μεγάλη, και πίστη κι ευγνωμοσύνη. Τα πράγματα δεν τελειώνουν εύκολα. Δεν είδαμε τίποτα ακόμη. Όποιος πέρασε από τους Λωτοφάγους, τους Κύκλωπες και τις Σειρήνες, έχει μπροστά του και Κίρκη, και Σκύλλα και Χάρυβδη, και Καλυψώ και όλα όσα κουβαλάει μέσα στη ψυχή του, για να τα παλέψει και να περάσει από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, για να ξεβραστεί κάποτε γυμνός σε μία παραλία, ταπεινός και άγνωστος. Αυτός που, χρησιμοποιώντας το πολυμήχανον, προσποιήθηκε κάποτε στον Πολύφημο ότι ήταν ο “Κανένας”, θα γίνει αληθινά κανένας στο τέλος, και θα του φύγει όλη η μαγκιά. Τότε η δοκιμασία θα πλησιάζει στο τέλος της, η αληθινή βασιλική ψυχή πού έχουμε όλοι μέσα μας βαθειά κρυμμένη, θα στολιστεί επιτέλους με την δόξα της απογύμνωσης. Κι αυτό που νομίσαμε για θάνατο, θα εμφανιστεί μπροστά μας σαν ζωή νέα, θα απολαύσουμε έναν καλό ύπνο μέσα στα μυρωδάτα σεντόνια της κόρης του Αλκίνοου, για να κινήσουμε, δυνατοί πια, να λυγίσουμε το δικό μας τόξο και να αφανίσουμε τους πονηρούς σφετεριστές της ψυχής μας.

…»Δεν γίνονται μέσα στο χρόνο όλα αυτά. Επιτελούνται σε μια χώρα μυθική, σαν εκείνη των ονείρων. Εκεί πολεμάμε με τον “άγριο Ποσειδώνα”, που δεν τον συναντούμε, γιατί τον έχουμε μέσα μας από εκείνη την πρώτη ναυτική εμπειρία της μήτρας. Βιαζόμαστε να πάρουμε τα “μπράβο”, για να μας υποδεχτούν μετά βαΐων και κλάδων και μετά να μας σταυρώσουν, επιτελώντας άψογα το ρόλο τους, όπως ίσως κάναμε και ‘μείς κάποτε με κάποιους άλλους, ως μη ειδότες τί ποιούμεν.

…»Μέχρι τότε, έχουμε πολλή δουλεια. Θα την κάνουμε καλά, όσο καλλίτερα μπορούμε ο καθένας κατά τη δύναμή του, μέχρι την λαμπρή μέρα που, καλεσμένοι όλοι στο ξόδι του θανάτου, θα πάθουμε πολλά και νόον γνώσωμεν.

…»Εν τω μεταξύ το Γαλανό θα κρατάει τις ισορροπίες, για να μην τρελαθούμε τελείως.

σε ασπάζομαι και σου στέλνω την πατρική μου ευχή, Ιακωβος»

(Κωστής Μπασογιάννης, 1993)

Ι.  Ένα από τα πολλά παραληρήματα

…«Να θρέψει παραγωγικά την Προσωπική Εξέγερση»
Eugenio Barba


«Τί θα κληρονομήσουν στους άγνωστους επιγόνους απορούσαν οι Μοντερνιστές, ότι αγνοούσαν γνωρίζοντες. Εν τουτοις, τη δουλειά τους την έκαναν καλή. Ζώντας μέσα σε μία ατμόσφαιρα που η σύστασή της ήταν μισή δόση θάμβους και άλλη μισή ανεπίγνωστης, αλλά πάντως δημιουργικότατης διαφθοράς, τροφοδότησαν την ανθρώπινη φύση με τις αστρονομικές αυτές ποσότητες ενέργειας που χρειαζόταν για να επιτελέσει την ανάδευση της σούπας. Η μεταμοντέρνα περίοδος, βουτηγμένη μεσα στην άτεχνη αμηχανία της, δεν ήταν τίποτε άλλο από τα ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά το ανακάτεμα, οπότε και ο βρασμός αναστέλλεται. Αυτά δε τα δευτερόλεπτα έγιναν ίσως και ένα ή δύο λεπτά, αφού κάποιοι μαθητευόμενοι μάγοι νέρωσαν το φαγητό με την κρύα κουτάλα τους που μύριζε πολιτικοοικονομικό βούρκο ή άλλως, για να είμαστε πιο ευθείς, βρωμούσε καπιταλισμό. Ο βρασμός έτσι ανεστάλη δι ολίγον έτι διάστημα. Σήμερα οι παχιές μπουρμπουλήθρες επανήλθαν. Αγαπημένες μου μπουρμπουλήθρες, καλώς ήρθατε στην πατρίδα σας, τη ζέουσα τέχνη του εικοστού πρώτου αιώνα.
»Φοβούμαι όμως ότι η επόμενη ανάδευση αργεί. Μπορεί και να μην έρθει καθόλου. Λέτε το ανθρώπινο πνεύμα να έχει την τύχη της σούπας που ξεχασμένη στην εστία των φλεγομένων αιώνων, αφού χυλώσει, πήξει και κολλήσει στη χύτρα, θα καεί τελικά και θα βρωμίσει την κοσμική κουζίνα με την αφόρητη τσίκνα της; Υποψιάζομαι γι’ αυτό την τσίκνα των ανούσιων επιχειρήσεων που φτάνει στις μύτες μας από τα θέατρα των σύγχρονων πολέμων. Οι μαχητές των νέων πολέμων είναι όντα σκοτεινά στην όψη, μαλλον γελοία παρά τρομερά και οπωσδήποτε δύσμορφα. Ο θάνατος που προέρχεται από τα όπλα τους είναι ένας θάνατος χαζοχαρούμενος, ελφρολαϊκός, σχεδόν αδιάφορος. Θα μου πεις μπορεί να υπάρξει αδιάφορος θάνατος; Φαίνεται ότι μπορεί τελικά. Κι εγώ έτσι νόμιζα αρχικά, ότι όλη η ελαφρότητα του κόσμου αίρεται και το πνεύμα που εισέρχεται λεπτό, έγκυρο και αδυσώπητο, κάνει τον κόσμο να φαίνεται σαν το πιο ασήκωτο βάρος, το πιο πυκνό και σκοτεινό υλικό που υπήρξε ποτε. Αυτά νόμιζα ότι γίνονται με την έλευση του Θανάτου. Πλανήθηκα όμως και έχασα τον καιρό μου, ψάχνοντας όπλα να νικήσω το τρομερό τέρας, γυρεύοντας ν’ ανακαλύψω φάρμακο για τη φθορά. Μέχρι που βρέθηκα να ζώ στον πολιτισμό που οι πόλεμοί του είναι οι πιο άθλιοι και βρώμικοι της ιστορίας. Πιο άθλιοι και βρώμικοι από το Σατανά. Αυτοί οι πόλεμοι μας έμαθαν την ανεξήγητη ιλαρότητα του θανάτου. Είναι ο χαμός αυτός απόδραση από τον τρόμο που προκαλέι η αδυναμία ελέγχου της φθοράς. Ανάπαυση, που αφού δεν μπορεί μόνος ο άνθρωπος να πετύχει εν ζωή, του την επιβάλλει η ζωή με τον θάνατο».

ΙΙ. Ένα άλλο παραλήρημα, χειρότερο αυτή τη φορά, με τελική λύση όμως.

«Μιλάω για δύο ασθένειες της σύγχρονης γραφής: Πρώτον, κουράστηκα να διαβάζω βερμπαλιστικά κι εξυπναδίστικα κείμενα. Επίδειξη στύλ, χωρίς την μορφική, ειλικρινή μοντέρνα αναζήτηση των κρυμένων τεχνών, αλλά με την μουτζούρα της επιτηδευμένης παραγωγής προϊόντων προς λαϊκήν κατανάλωσιν, αππελασιόν αρτιστίκ κοντρολέ. Διαβάζω δύο σελίδες και κλείνω το 300σέλιδο βιβλίο διαφόρων κυράδων και κυρίων που κάνουν την μάταια ψυχοθεραπεία τους στις πλάτες του χρόνου μας.
»Δεύτερον η Έρευνα. Διδάσκεται ως απαραίτητη προυπόθεση κάθε συγγραφής. Είναι βέβαια αναγκαία κάποτε και έως κάποιου σημείου. Μετά όμως το κείμενο γίνεται επιστημονική μελέτη και, όσο και άν το καμουφλάρεις με σχήματα, δεν έχει καμμία λογοτεχνική αξία.
»Το σεξ κυρίαρχο. Η Απολαυστική καθημερινότητα της παιδικότητας μπορεί να νοηθεί μόνο από χορτάτους ανθρώπους, ελεύθερες υπάρξεις, χωρίς το φόβο της αποπλάνησης και της διακόρευσης. Τα χλιαρά μαλάκια της πολιτικής ορθότητας και της ηθικολογίας, βιαζονται να αναθεματίσουν και εξαπολύουν μύδρους και φαρμακωμένα βέλη εναντίον αυτών που έχουν την τόλμη να σπουδάσουν έξω από τους κανόνες των σπουδαστηρίων, να αισθανθούν έξω από τους κανόνες της ψυχολογίας, να παίξουν έξω από τα όρια της ενοχής, να δημοσιοποιήσουν τάσεις, ιδιότητες, πάθη, ικανότητες και αδυναμίες τους χωρίς φόβο και ,τέλος, να διδάξουν χωρίς να επιδιώκουν τίτλους ακαδημαϊκής ευγενείας, που σημαίνει ότι δεν γλείφουν, δεν πατούν επί πτωμάτων, δεν ρουφιανεύουν, δε συνομωτούν, αλλά υπακούουν στη μουσική ορμή της ανθρώπινης καρδιάς τους που, διάπυρη τους οδηγεί στην τολμηρή, ηδονική και σωτήρια χώρα της Δημιουργίας. Αυτή τη χώρα τα ανάπηρα την ονομάζουν Περιθώριο.
»Το Περιθώριο, πλήρες ψυχών που πικραίνονται αλλά επιμένουν, είναι πάντοτε πολιτικώς  μή  ορθόν, είναι η χώρα του μεγαλείου των εξαιρέσεων. Του εξαιρετικού μεγαλείου των μαχητών που δεν φοβούνται να χαρακτηριστούν τέρατα από τους χλιαρούς. Οι ιστορίες που διηγούνται είναι POLITICALLY INCORRECT STORIES, τρομακτικές και παράξενες για τον άνθρωπο των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα. Τρομακτικές και παράξενες σαν τον Παράδεισο.
»Εξηγώ από την αρχή, θυσιάζοντας την τέχνη. Μιλώ με μάτια κλειστά σαν εσχατόγερος, ξεμωραμένος σοφός ασθενής ή εξωτερικευμένο ξωτικό. Ως Κοσμικός Άγγελος. Γιατί οι καλλιτέχνες της εξουσίας, προμηθευτές υλικών οικοδομής για την ελεφρολαϊκή παράγκα των θεαμάτων της Αυτοκρατορίας, έχουν εθίσει τους κρυφά ενοχικούς συνεταίρους των ίδιων τους των βιαστών, που λέγονται πολίτες, σε ένα λόγο που τίποτε δε λέει και σε εικόνες που εικονίζουν το ασήμαντο. Και για να μείνω στις εικόνες – αφου για το λόγο δεν τίθεται πλέον θέμα – υπάρχει θεμελιώδης διαφορά μεταξύ εικόνων που δεν σημαίνουν τίποτε και εικόνων που εικονίζουν το ασήμαντο. Οι πρώτες μπορούν να απορριφθούν ως ασήμαντες και να γλυτώσει κανείς απ’ αυτές, ή να αποδώσουν μορφές που δεν σημαίνουν, αλλά είναι. Οι δεύτερες όμως καθιστούν έγκυρο το άκυρο, θωπεύουν το κοινότοπο και το καταξιώνουν. Πωλούν το μή είναι ωσάν να ηταν είναι, χωρίς να το αναγάγουν σε τέτοιο, καταξιώνοντας μαζί του και όλους τους οπαδούς της κρατούσας ιδεολογίας, εδραιώνοντας την τυρρανία τους. Η εικόνα του ασήμαντου λοιπόν έχει λάβει τη μορφή του μικροαστικού καθημερινού χωρατού, του τυπολογικού σχολιασμού μιας σειράς χαρακτήρων που, ενώ δεν σημαίνουν τίποτε, αναγορεύονται από την αναπλαστική και κοινοτοπική  showbiz σε αρχέτυπα. Είναι προφανές ότι δεν είναι παρά σκιώδη απόβλητα, προιόντα μίας κοινωνικής έκπτωσης, νεκροζώντανα homoculus που βλέπουμε γύρω μας περισσότερο να αντιγράφουν και να αναπαραγάγουν τα πρότυπα της showbiz με διαδικασία κοπυπαίηστ και όχι όπως φιλάρεσκα και με αδικαιολόγητη έπαρση διατείνονται, να εξελίσσονται στο νέο είδος του ανθρώπου του μέλλοντος. Δεν υποστηρίζω ότι δεν υπάρχει αυτή η εξέλιξη. Ο Νέος Τύπος Ανθρώπου διαφοροποιείται  και φιλοτεχνείται σε κρυφά και όχι δημόσια εργαστήρια. Είναι, όπως γίνεται σε όλο το μήκος της ιστορίας μία μικρή ποσότητα που λανθάνει της προσοχής του κοινού και αναπτύσσεται μυστικά και επώδυνα, μέσα σε μία μήτρα πολύ στενή, κολυμπάει σε πικρό υγρό και αντικρύζει καθημερινά το ίδιο περίτεχνα φρικτό ενδομήτριο. Η παιδεία του δεν του επιτρέπει να δημοσιοποιήσει τη διαδικασία, εν τούτοις εκπέμπει μηνύματα  με κρυφά νοήματα προς το κοινό. Έτσι, για πρόγευση των μελλουμένων. Ο Νέος Τύπος, όπως όλοι οι νέοι τύποι είναι γόνος τεράτων, καθαρή επαναστατημένη συνείδηση που άρχισε άτσαλα να γυρεύει και να γυρολογεί. Ως αυθεντικό αποπαίδι του κτήνους, εστάθη και πάλι με μια μεγαλειώδη κίνηση στα δύο του πόδια , βαπτισμένος, μονόχνωτος, γονεοκτόνος και  αιμομίκτης, και αίφνης η τερατική του καταγωγή εξαερώθηκε και μένει μόνο ως ιχνοστοιχείο στην ατμόσφαιρα. Κανείς πλέον εκτός από τον ίδιο και κάποιους μυημένους δεν θα την θυμάται».
»Πότε συνέβη αυτό το θαυμαστό;  Κάτω από την οροφή ποιού σπηλαίου και από ποιά έντομα – τροφούς ανετράφη το παιδί αυτό που θα διαδεχθεί τον homo fabrius; Ποιά σχέση θα έχει το νέο τούτο μυστήριο με τα παλαιά μυθικά γεγονότα; Και σαν ανέβει στο θρόνο του, τί θα αποφασίσει για την τύχη των απερχομένων εξουσιών; Μόνο παιδαριώδεις υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτά τα σκοτεινά θέματα. Αλλά επειδή μου αρέσει το παιγνίδι, μπερδεύω εκ προμελέτης το ιερό με το παιγνιώδες και το παιδαριώδες, και τολμώ όχι μόνο να υποθέσω, αλλά και να διηγηθώ μύθους μελλοντικούς. Ωσάν όλα να έχουν γίνει. Σαν να ιστορώ αρχαία ανέκδοτα δράματα.
»Το υπερμέλλον, λοιπόν γίνεται εδώ παρελθόν. Και καθώς το παρελθόν μπορεί υπέροχα να αποδωθεί στον ενεστώτα χρόνο και φιλοτεχνείται έτσι συχνά και μάλιστα και κάλλιστα με εναλλαγές που, αδόκιμες για κάποιους, τέρπουν εν τούτοις τον αναγνώστη, τα αποτελέσματα των ερευνών μου, με τοιούτο τρόπο θα σας ανακοινώνω».
«Πάλι δεν σε κατανοούν, μαλάκα»… μου ψιθυρίζει ο Θείος. Αθυρόστομος και αυθάδης, ο αμόρφωτος χωριάτης Θείος, που μου έχει φορτωθεί πολλά χρόνια τώρα, παρασύροντάς με καθημερινά σε συμπόσια με τσίπουρα, τουρσί, τσίρο και ενίοτε κάποια κυρά τσατσά που ψαρεύει από κανένα μπουρδέλο. Μου τη λέει τόσο συχνά τελευταία, που λέω να τον στείλω από κεί πού ’ρθε. «Βγάλε το σκασμό επιτέλους παλιόγερε»! Γελούσε εξοργιστικά με τα φαφούτικα δόντια του στη φόρα. Μύριζε σαπίλα. «Δε σε κατάλαβαν, εσύ φταίς». Ο ανεκδιήγητος Θείος Ιάκωβος, αυτός που την κρίσιμη στιγμή πάντα με επαναφέρει στον πραγματικό κόσμο. Εκεί που αυτή η θεωρητική άθληση κοντεύει να μου κάψει κάθε νευρώνα του εγκεφάλου και μονολογώ, αφού όλοι, ακροατές, αναγνώστες, θεατές, καταναλωτές, παραγωγοί, εκδότες, τεχνικοί, συνεργάτες και ερωτικοί σύντροφοι έχουν αποστρέψει το πρόσωπό τους από μένα, τότε αναλαμβάνει δράση ο φαφούτης Θείος. Ποτέ δεν θα μάθω άν και τί κατανοεί ακριβώς από τα κείμενά μου. Οι απαντήσεις και τα σχόλιά του είναι εύστοχα. Εξοργιστικά εύστοχα. Λακωνικά και σιβυλλικά τις περισσότερες φορές. Ωστόσο κάποιες άλλες φορές τον πιάνει μια λογοδιάρροια, που ποτέ βεβαίως δεν αποδεικνύει ότι είναι απόλυτα εντός θέματος. Κάτι σαν τον Mr Gardener στο Being There.
Αυτός ο θείος ήταν ένα θείο δώρο για μένα. Σε όλη σχεδόν τη ζωή μου μέχρι τώρα δεν με άφησε σε χλωρό κλαρί. Τί κι αν πολλές φορές με έβριζε και με ταπείνωνε και εκεί που όλα νόμιζα ότι όλα είχαν πάρει ένα δρόμο, έφερνε τα πάνω κάτω και με αποδιοργάνωνε. Θα μπορούσα εύκολα, εκμεταλλευόμενος μία απ’ αυτές τις εντάσεις, να άφηνα την κατάσταση να προχωρήσει ανεξέλεγκτα, να επέλθη η σύγκρουση και με πρόφαση μία πεισματικά ανεπίστροφη παρεξήγηση να τον διώξω από κοντά μου. Επιμένω όμως να τον κρατώ δίπλα μου. Είναι μια σκοτεινή γωνιά της ιστορίας μου, ενοχλητική και πολύτιμη. Ένα πηγάδι που αναβλύζει εφιαλτικές φωνές. Που μου θυμίζει κάτι από την αλήθεια στο βάθος του παιδικού μου παρελθόντος. Ο Θείος ήταν αραγε εκεί για να συνετίσει αυτό το παρελθόν , ή για να το απελευθερώσει για να κατακλύσει τα πάντα;
Δεν ήταν τυχαία η αποφορά που μου προκαλούσε η ανάσα του. Μέσα του είχε σαπίσει από λογική, ίσχυε εντός του ο νόμος που ισχύει στον τάφο. Ο ίδιος που ισχύει σε κάθε κοινό οικοσύστημα. Ο νόμος της αγοράς. Μα γιατί κρατώ δίπλα μου αυτό τον καταραμένο γέρο; «Πάλι δε σε κατανοούν, μαλάκα». Ο καριόλης ο γερόπουστρας. Μου δείχνει πάλι, κατεβάζοντας προς τα κάτω απότομα τα δυό του χέρια το νεκρό του καβλί να κρέμεται σταφιδιασμένο. «Να! Στραβάδι», μου λέει γελώντας πάλι. «Δε σε κατανοεί κανείς». «Εσύ με κατανοείς»; «Και βέβαια σε κατανοώ, μαλάκας είμαι»; «Αρα αυτοί είναι οι μαλάκες, όχι εγώ, Θείε»… «Οτι δέ λες μαλακίες, δε σημαίνει ότι δεν είσαι μαλάκας». «Σήκωσε τα βρακιά σου, Θείε».  «Νά!, στραβάδι, χέστη, γαμώ»…
Από τότε που ο άνθρωπος θυμάται τον εαυτό του πάντοτε υπήρχε κάποιος σαν και δαύτον στο χωριό. Ήταν ο τρόφιμος του παντοπωλείου. Ζητιάνος άπλυτος, που πάντοτε είχε άσυλο και θέση στα συμπόσια. Διέδιδε την ιδεολογία της εξουσίας επ’ αμοιβή και δίχως να την πιστεύει. Γνώριζε πολύ καλά την ψυχολογία των διανοητών και των καλλιτεχνών, όλων των αμφισβητιών και ήταν μανούλα στο να τους αποθαρρύνει. Ταυτόχρονα όμως είχε και το δικό του τρόπο να τους βοηθά. Βοηθός ήταν. Το πιο μισητό πλάσμα, που ωστόσο κανείς δεν μπορούσε να κάνει προκοπή δίχως αυτό. Ο ρόλος του ήταν να ορθώνει το εμπόδιο. Ένας ύπουλος εχθρός που δίνει υπόσταση στη μάχη. Σε προκαλλεί να τον συντρίψεις. Κι εσύ κολώνεις. Βοηθός ήταν πάντα. Χαφιές ήταν. Και θά ‘ναι  στον αιώνα το πιο απαραίτητο βάσανο, ο σκώληκας ο ζωντανός, το βρωμερό και σκοτεινό σημείο της σκέψης, το δοχείο νυκτός, η χέστρα που σου μυρίζει και θυμίζει ότι η ζωή λειτουργεί με τη σήψη και το θάνατο. Αλλά είναι και ο είρων υπόγειος διδάσκαλος της αληθινής ζωής. Ο κυνικός μέντορας και οδηγός προς τον κόσμο της ενότητας. Το βρωμόσκυλο της ευτυχίας και της ηδονής μου. Άν δεν ήταν δίπλα μου να μου γκρινιάζει, θα ήταν βεβαίως ένας ξεπεσμένος αριστοκράτης που το παίζει αστός, απ αυτούς που ζουν σε σκονισμένους πύργους άδειους από έπιπλα με τις αράχνες τους και τα φαντάσματά τους πεθαμένα. Απ’ εκείνους τους παληούς δανδήδες που περιφέρουν τη γέρικη σάρκα τους, φωτίζοντας τα σκοτάδια με το τελευταίο μοναδικό κερί που τρεμοσβήνει από την ανεπαίσθητη πνοή της λήθης.
«Και τί νομίζεις οτι έκανες ρε βρωμόσπορε, έκανες κανένα κατόρθωμα; Όρθωσες μια κουράδα στο κέντρο του βόθρου και το λες αυτό τέχνη; Βρήκες με κάτι ξεβράκωτους στο δρόμο και ντελάλησες ότι τράβηξες κι εσύ μια ταινία και την είδαν κι εκατό αργόσχολοι. Όσοι πήραν ελάχιστο χαμπάρι απ αυτό που τους έδειξες, σου έκλεισαν πονηρά το μάτι. Πόσοι ήταν αυτοί ρε ψώνιο; Όλοι οι υπόλοιποι έψαχναν μές στο εργάκι να βρούν αρχή, μέση και τέλος, γαμώ τη»… Νάτος ο σκύλος. Κατήγορος και κόλακας μαζί. Η κουράδα μέσα στο βόθρο, που οι άσχετοι δεν την καταλαβαίνουν. « Μάταια φιλοτεχνείς ματαιόδοξε. Οι μέτριοι επιθυμούν επιμέλεια και όχι τέχνη. Μικρές γαργαλιστικές λεπτομέρειες με κάποια επίφαση οργάνωσης και καλά. Η έρευνά τους είναι γραφειοκρατική ταξινόμηση και όχι βούτηγμα μέσα στην άβυσσο. Θέλουν να ξεσκάσουν γιατί τους έχουν ήδη σκάσει οι έμποροι». Ο υποκριτής, το φίδι παίρνει το μέρος μου τώρα, αφού με έχει καλά – καλά ακυρώσει, με καλοπιάνει, με κοιμίζει για να χτυπήσει αργότερα. Τον ξέρω καλά. Κι επιτίθεμαι. «Ανάθεμα την ώρα που σε μάζευα από τους δρόμους, σκύλε». Του λέω. Γελάει πάλι. « Ανάθεμα την τεμπελιά σου», μου λέει. Τί ήταν αυτό πάλι;
«Εγώ τεμπέλης; Που δουλεύω όλες σχεδόν τις ώρες, που δεν κοιμάμαι; Που ακόμη και στον ύπνο μου δουλεύω; Τί μαλακίες λες γεροξόανο ξεκουτιασμένο; Ξυπασμένε ξερόψωλε; Θέλεις να σου πώ το κακό που θα σέ ‘βρει; Λοιπόν, ο κακός σου ο καιρός έρχεται με την ταχύτητα του φωτός σαν την Αποκάλυψη, βρωμιάρη. Ούτε που θα τον δείς τον Άγγελο τον ρομφαιοφόρο που καταφτανει με τις μπάντες να σε κάνει χίλια κομάτια, μπινέ. Σε λιγώτερο από ένα χρόνο. Ούτε που τον βγάζεις το χειμώνα πούρχεται». Δεν πρόλαβε να φτάσει ο χειμώνας. Ο Θείος μας άφησε κατα τον Οχτώβρη και, δεν το κρύβω, λύπήθηκα πολύ.

ΙΙΙ.   Επίλογος

Τί έγινε όμως μετά το θάνατο του Θείου;  Έλα ντε, εκείνη την εποχή δεν κατάλαβα τίποτε. Απόλυτη σιωπή στην ψυχή μου. Έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Δεν είχα πάρει είδηση για κείνο το ανεπαίσθητο swing. Θα μπορούσα σίγουρα να το ακούγα, άν πρόσεχα λιγάκι. Για την ακρίβεια υπήρξαν τρία οξέα αντικείμενα. Μεταξυ τους ξεχώρισα κάτι σφήνες σαν κεντριά ή ίσως σαν πένες που στάζουν μελάνη πορφυρά. Αλλά και κάποια άλλα, ασαφή στην αρχή. Στη ραστώνη της πενθικής ανακούφισης που παρέλυσε την ύπαρξή μου μετά την αναχώρηση του βασανιστή Θείου Ιάκωβου, έχασα την πιο σημαντική παρουσία, αυτή των υπερβατικών αυτών Πραγμάτων.  Τελικά είδα καθαρά.
Πρώτα – πρώτα το swing που ανεπαίσθητα σήμαινε σαν από παληό γραμμόφωνο τη δική μου υγρή απογευματιάτικη αφύπνιση από τον ύπνο της σχολαστικής αυτοεξερεύνησης. Απόγευμα ζεστό καλοκαιριού που τρώγοντας φρούτα και πίνοντας παγωμένο καφέ ή λεμονάδα, νοιώθω την απόλυτη άνεση του παραδείσου στη ζωή αυτή. Να μην ξεχάσω να μονιμοποιήσω αυτή την εικόνα με ειδικά φίλτρα ταρίχευσης του χρόνου. Αυτό θα κάνω και όπλο μου δεν θα είναι η φιλοτεχνία των μορφών και των χρωμάτων και των κινήσεων της κινηματογραφικής μου μηχανής, αλλά εκείνες οι σφηνοειδείς κατασκευές.
Δεύτερον, λοιπόν οι σφήνες – τα κεντριά ή, άν θέλετε, οι πέννες που κεντρίζουν με πλήγμα θανάτου τη γραμμή της ζωής, θα με διασφαλίσουν από τη λήθη.
Χρόνια θα περάσουν για να δώ το τρίτο οξύ στοιχείο, και τελικά, αποποιούμενος και των τελευταίων μου δικαιωμάτων, θα παραδοθώ στις γειτονιές του γέλιου – της λήθης δηλαδή – και της μυρωδάτης ξεγνοιασιάς.


Κωστής Μπασογιάννης
Αθήνα, 2008

oikosysistima_smaller1


..Ανάμεσα σε αρπακτικά, γεράκια και λέοντες από τη μια και φοβισμένα δαμάλια και πρόβατα από την άλλη, τριγυρνούν ελισσόμενοι οι μαύροι αόρατοι πάνθηρες που δεν κυνηγούν για να φάνε κρέας, αλλά τρέφονται με εικόνες, μορφές, μυρωδιές. Οι αίλουροι της κρυφής γοητείας της αρχαίας πόλης, μαύροι φασματικοί ιερείς της μυστικής Αθήνας. Κατά ένα περίεργο τρόπο, όλα τα αποβράσματα που κυκλοφορούν στο κέντρο της πόλης, αλλά και τα επικίνδυνα τέρατα των επαύλεων του βορρά, σέβονται αυτά τα ζώα. Μπορεί να είναι η στιλπνή αντίθεση του απόλυτου μαύρου με το σμαράγδι των οφθαλμών τους. Μπορεί τα άσπρα μαχαιρόδοντα. Αλλά μάλλον είναι τελικά η αφοπλιστική τεμπελιά τους. Ζώα παλαιότατα, σαν εκείνα των αγρίων εποχών, ημερωμένα από το κρασί που πίνεται σε φθηνά και αυθεντικά, όσο και ανθεκτικά κρασοπότηρα, γεμισμένα μέχρι πάνω σαν καντήλια. Αυτοί οι πάνθηρες ακροβατούν στις ταράτσες της Αθήνας και το βράδυ φωλιάζουν σε πεντακάθαρα και φροντισμένα υπερώα…

Aπόσπασμα από     
“Το οικοσύστημα των Αθηνών”  
του Κωστή Μπασογιάννη (2009)


black-panther